- ἐπέβησαν
- ἐπιβαίνωgo uponaor ind act 3rd plἐπιβαίνωgo uponaor ind act 3rd plπέσσωAcut. (Sp.)aor ind pass 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
наити — (122), НАИД|ОУ, ЕТЬ гл. 1.Прийти, явиться: нѣ въ кы˫а же цр҃кве наидоша. и въ дрѹгы˫а вънити тако же покѹшахѹсѧ (ἐπέβησαν) КЕ XII, 150а; иѥзекии славныи пр҃ркъ… въ времѧ пленени˫а нашедъ въ землю халкидоньскѹю дасть чюдо вельѥ Пр 1383, 119в;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… … Dictionary of Greek
κτέρεα — κτέρεα, τὰ (Α) 1. τα νεκρικά δώρα, τα πράγματα τα οποία καίγονταν μαζί με τον νεκρό προς τιμήν του («πολλοῑς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης», Μόσχ.) 2. επικήδειες τιμές 3. τα σάβανα, τα υφάσματα με τα οποία περιτύλιγαν τον νεκρό («ἐνὶ… … Dictionary of Greek
λιγυρός — ά, ό, θηλ. και ή (Α λιγυρός, ά, όν, θηλ. και λιγυρή και λιγουρά) 1. αυτός που έχει ήχο οξύ και ευκρινή («παίει λιγυρᾷ μάστιγι», Σοφ.) 2. μελωδικός, εύηχος (α. «θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῑ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ», Πλάτ. β. «τὸν μὲν ἐγὼ Μούσαις...… … Dictionary of Greek
σωφροσύνη — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σαοφροσύνη και δωρ. τ. σωφροσύνα Α [σώφρων, ονος] το να είναι κανείς σώφρων, συνετός, η σύνεση, η φρονιμάδα (α. «τόν σέβονταν για τη μόρφωση και τη σωφροσύνη του» β. «ἀληθείας καὶ σωφροσύνης ῥήματα», ΚΔ γ. «αἰδὼς σωφροσύνης… … Dictionary of Greek
χαλιφρονώ — έω, Α [χαλίφρων, όνος] είμαι χαλίφρων*, απερίσκεπτος («καί τε χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
επιβαίνω — επιβαίνω, (επέβη επέβησαν), (να επιβώ) βλ. πίν. 145 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής